- ἁρπαλέος
- ἁρπᾰλέος1 to be eagerly seized, coveted
οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.65
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
οἴκοι δὲ πρόσθεν ἁρπαλέαν δόσιν πενταεθλίου σὺν ἑορταῖς ὑμαῖς ἐπάγαγες P. 8.65
τῶν δ' ἕκαστος ὀρούει, τυχών κεν ἁρπαλέαν σχέθοι φροντίδα τὰν πὰρ ποδός P. 10.62
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αρπαλέος — ἁρπαλέος, α, ον (Α) 1. ο άπληστος 2. ο γοητευτικός ή ελκυστικός 3. επίρρ. ( έως) α) άπληστα, βιαστικά β) πρόθυμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλπαλέος «αγαπητός» (Ησύχ.), με ανομοίωση < ρίζα αλπ παρεκτεταμένη με αλ (πρβλ. άλπνιστος, έπαλπνος). Η δασύτητα… … Dictionary of Greek
ἁρπαλέος — devouring masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέα — ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc pl ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc/acc dual ἁρπαλέᾱ , ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέον — ἁρπαλέος devouring masc acc sg ἁρπαλέος devouring neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέων — ἁρπαλέος devouring fem gen pl ἁρπαλέος devouring masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέως — ἁρπαλέος devouring adverbial ἁρπαλέος devouring masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέαις — ἁρπαλέος devouring fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέη — ἁρπαλέος devouring fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέην — ἁρπαλέος devouring fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέης — ἁρπαλέος devouring fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁρπαλέοιο — ἁρπαλέος devouring masc/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)